ακροπολίτης

ακροπολίτης
Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας λογίων. 1. Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη 1217 – 1281). Ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός και θεολόγος. Σπούδασε και σταδιοδρόμησε αρχικά στη Νίκαια, πρωτεύουσα του ομώνυμου κράτους, όπου είχε συγκεντρωθεί η ηγεσία του Βυζαντίου μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους (1204). Εκεί το 1246 διορίστηκε μέγας λογοθέτης. Δεν είχε όμως ηγετικά προσόντα. Μια διπλωματική αποστολή του στη Βουλγαρία και μια στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσε απέτυχαν, γι’ αυτό έπεσε σε δυσμένεια. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας και των μαθηματικών στην Ακαδημία της πρωτεύουσας, αλλά και από τη θέση αυτή απολύθηκε αργότερα ως ακατάλληλος. Το 1274 αντιπροσώπευσε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο στη σύνοδο της Λιόν και υπέγραψε την απόφαση για την ένωση των δύο Εκκλησιών, μολονότι παλαιότερα είχε γράψει δύο έργα για να αποκρούσει κάθε δογματικό συμβιβασμό με τους Δυτικούς. Άφησε ένα σπουδαίο έργο, τη Χρονική Συγγραφή, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα της λατινοκρατίας στο Βυζάντιο (1204-1261). 2. Κωνσταντίνος (; – Κωνσταντινούπολη 1321;). Λόγιος, γιος του προηγούμενου. Κατείχε τη θέση του μέγα λογοθέτη σχεδόν έως τον θάνατό του. Ήταν γνωστός και ως συγγραφέας, ιδιαίτερα σε ρητορικούς λόγους και βιογραφίες αγίων.
* * *
ἀκροπολίτης, ο (Μ) [ἀκρόπολις]
ο κάτοικος ακροπόλεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ГЕОРГИЙ АКРОПОЛИТ — [греч. Γεώργιος ὁ ᾿Ακροπολίτης] (2 я пол. 1217, К поль 1282), визант. историк, ритор, поэт, богослов, гос. деятель, дипломат и военачальник. Из семьи, принадлежавшей к столичной гражданской знати. В К поле окончил школу грамматики и 16 летним… …   Православная энциклопедия

  • George Acropolites — or Acropolita (Greek: polytonic|Γεῶργιος Ἀκροπολίτης, Georgios Akropolitês) (1217 or 1220 ndash; 1282), Byzantine Greek historian and statesman, was born at Constantinople.LifeIn his sixteenth year he was sent by his father, the logothete… …   Wikipedia

  • Constantine Acropolites — (Greek: polytonic|Κωνσταντίνος Ἀκροπολίτης, Konstantinos Akropolitês ), son of George Acropolites, was also a minister of Michael VIII Palaiologos, until he was disgraced. Under Andronikos II, however, he was again in favor. Like his father, too …   Wikipedia

  • Constantine Akropolites — or Acropolites (Greek: Κωνσταντίνος Ἀκροπολίτης, Konstantinos Akropolitês), son of the scholar and statesman George Akropolites, was also a minister of the Byzantine emperor Michael VIII Palaiologos, until he was disgraced. Under his successor… …   Wikipedia

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • συναξαριστής — Συγγραφέας βιβλίων με βίους άγιων ή και εκδότης κειμένων του είδους. Οι κυριότεροι σ. από τον 2o αι. έως τις μέρες μας είναι οι Κύριλλος Σκυθοπολίτης, Ιωάννης ο Μόσχος, Σωφρόνιος ο Ιεροσολύμων, Λεόντιος ο Νεαπόλεως, Επιφάνιος ο μοναχός, Συμεών ο… …   Dictionary of Greek

  • Βλεμμύδης, Νικηφόρος — (Κωνσταντινούπολη 1197 – Ημάθια, Έφεσος 1272). Θεολόγος και φιλόσοφος. Πρόσφυγας μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Β. μεγάλωσε και σπούδασε στην Προύσα αρχικά και μετά στη Νίκαια της Βιθυνίας. Μεταξύ των μαθητών του …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελμπασάν — (Elbasan). Πόλη (224.974 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (3.278 τ. χλμ., 366.137 κάτ. το 2001). Βρίσκεται σε μια εύφορη κοιλάδα, στις όχθες του ποταμού Γενούσου, 32 χλμ. ΝΑ των Τιράνων. Είναι χτισμένη στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”